- γκόμενα
- maîtresse
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γκόμενα — η βλ. γκόμενος … Dictionary of Greek
γκόμενος — ο (θηλ. γκόμενα, η) 1. εραστής 2. γοητευτικός, περιζήτητος στο άλλο φύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. γκόμενος < γκόμενα < ιταλ. gomena «σχοινί που δένεται η άγκυρα», μτφ. «η θηλειά που βάζει ο εραστής στον λαιμό του». Κατ άλλη ετυμολογία γκόμενος πιθ. <… … Dictionary of Greek
γκομενίζω — 1. ψάχνω για γκόμενα 2. τριγυρνάω με γκόμενες … Dictionary of Greek
φιλενάδα, η — και φιλινάδα, η, 1. η φίλη γυναίκας: Πήγε βόλτα με τις φιλενάδες της. 2. η φίλη άντρα, η ερωμένη άντρα, η γκόμενα: Αρέσει ο Κώστας στις γυναίκες κι έχει πολλές φιλενάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)